- συλλείβω
- Α1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες2. παθ. συλλείβομαισυρρέω κάπου κατά σταγόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek